- εὐθετοῦντα
- εὐθετέωto be suitablepres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)εὐθετέωto be suitablepres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροπίδιον — τὸ, Α [τρόπις, ιδος) 1. υποκορ. τού τρόπις* 2. στον πληθ. τὰ τροπίδια (κατά τον Φώτ.) «τὰ εἰς τρόπον νεὼς εὐθετοῡντα ξύλα μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινὸς καὶ ἀρχῆς πράγματος καὶ ὁ τόπος ἐφ οὗ τίθεται ἡ τρόπις» … Dictionary of Greek